- νεκροφάνεια
- η мнимая смерть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεκροφάνεια — Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο φαίνεται ως νεκρό εξαιτίας αναστολής των εξωτερικών εκδηλώσεων της ζωής του. Η ν. εκδηλώνεται με διακοπή της κινητικότητας και αισθητικότητας του ατόμου, έλλειψη της συνείδησης, και σχεδόν πλήρη διακοπή της… … Dictionary of Greek
νεκροφάνεια — η φαινομενικός θάνατος, κατάσταση όπου ο οργανισμός φαίνεται νεκρός, ενώ δεν είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκροφανειοφοβία — η ο έμμονος και παθολογικός φόβος μερικών ατόμων μήπως πάθουν νεκροφάνεια και ενταφιαστούν ζωντανοί. [ΕΤΥΜΟΛ. νεκροφάνεια + φοβία] … Dictionary of Greek
νεκροφανής — ές αυτός που έπαθε νεκροφάνεια, ο φαινομενικά νεκρός. επίρρ... νεκροφανώς (Α νεκροφανῶς) σαν νεκρός, με τρόπο ώστε να φαίνεται κανείς νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φανής (< θ. φαν πρβλ. ἐ φάν ην, αορ. β τού φαίνω), πρβλ. μεσο φανής. Η λ.… … Dictionary of Greek
Κανέλλος, Στέφανος — (Κωνσταντινούπολη 1792 – Κρήτη 1823). Λόγιος, γιατρός, ποιητής και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης μετέβη στη Γερμανία, όπου σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και φυσικές… … Dictionary of Greek
αβίωση — η φαινομενική αναστολή των λειτουργιών της ζωής, νεκροφάνεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)